στοιχικός

στοιχικός
στοιχ-ικός, ή, όν,
A serial,

ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος

Cat. Cod.Astr.

7.113

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στοιχικός — ή, όν, Α [στοῑχος] 1. αυτός που ανήκει σε στοίχο ή στοίχους, αυτός που υπάγεται σε ορισμένη τάξη ή σειρά, στοιχειωτικός* («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχικὸς λόγος», Κατ.) 2. ο κατά σειράν, διαδοχικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”